Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, όταν προέκυπταν φορολογικές διαφορές σε περιπτώσεις ελέγχου από την φορολογική διοίκηση, αυτό γινόταν μονομερώς και δεν υπήρχε η δυνατότητα αντίστροφης αναμόρφωσης από το αντισυμβαλλόμενο μέρος, με αύξηση των δαπανών του ή μείωση των εσόδων του και άρα μείωσης του οφειλόμενου φόρου.

Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα τη διπλή φορολόγηση του εισοδήματος, μία φορά από τη πλευρά της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας και άλλη μία μετά τον καταλογισμό του φορολογικού ελέγχου στην συνδεδεμένη της.

Στην περίπτωση που στα κέρδη ημεδαπού νομικού προσώπου περιληφθούν κέρδη, υπαγόμενα σε φόρο στην Ελλάδα, στο όνομα συνδεδεμένου προσώπου, που έχουν προκύψει κατόπιν φορολογικού ελέγχου, παρέχεται η δυνατότητα στο άλλο συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο που είναι υπόχρεο φόρου στην Ελλάδα, να ζητήσει ανάλογη προσαρμογή στα φορολογητέα κέρδη του.

Με αυτή τη νέα υπό ψήφιση διάταξη επιδιώκεται η δικαιότερη φορολόγηση των ημεδαπών συνδεδεμένων μερών σε ευθυγράμμιση με την αρχή της αποφυγής της διπλής φορολόγησης του εισοδήματος.