Φορολογούμενος υπέβαλε προσφυγή και αμφισβήτησε την επιβολή φόρου εισοδήματος που προέκυψε από αδήλωτες καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς για τα έτη 2017 και 2018, που επιβλήθηκε κατά τον φορολογικό έλεγχο, καθώς ισχυρίστηκε ότι προέρχονται από δάνεια ή ταμειακές διευκολύνσεις.
Ωστόσο, ο φορολογικός έλεγχος έκρινε ότι οι αιτιάσεις του δεν τεκμηριώνονται επαρκώς με αποδεικτικά στοιχεία, καθώς η χρονολογία και η φύση των υποτιθέμενων δανείων δεν ήταν σαφείς. Συνεπώς, οι αδικαιολόγητες αυτές πιστώσεις, θεωρήθηκαν προσαύξηση περιουσίας και φορολογήθηκαν ως επιχειρηματικά κέρδη, λόγω της μη επαρκούς απόδειξης της νόμιμης προέλευσής τους. Η απόφαση της ΔΕΔ επιβεβαίωσε το ανωτέρω σκεπτικό του φορολογικού ελέγχου και απέρριψε εν μέρει την προσφυγή (ΔΕΔ e1237/2023).